ακολάτσιστος

ακολάτσιστος
-η, -ο [κολατσίζω]
αυτός που δεν κολάτσισε, δεν έφαγε πρόχειρο φαγητό ή πρόγευμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακολάτσιστος — η, ο αυτός που δεν κολάτσισε: Περίμενε να πάρω κάτι, γιατί είμαι ακολάτσιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”